- προσδεκομαι
- προσδέκομαιион. = προσδέχομαι См. προσδεχομαι
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προσδέκομαι — Α ιων. τ. βλ. προσδέχομαι … Dictionary of Greek
προσδέχομαι — ΝΜΑ, ιων. τ. προσδέκομαι Α δέχομαι κάτι ευχαρίστως νεοελλ. δέχομαι επιπροσθέτως |] αρχ. 1. υποδέχομαι κάποιον με φιλικό τρόπο 2. (για βασιλιά) δέχομαι να παρουσιαστεί κάποιος ενώπιόν μου («ἅμα τῇ ἡμέρᾳ στὰς ὅπου ἐδόκει ἐπιτήδειον εἶναι… … Dictionary of Greek